- αιμύλος
- αἱμύλος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)1. (συνήθως για λέξεις, λόγια κ.λπ.) κολακευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος2. (για ανθρώπους) δόλιος, πανούργος3. με την προηγούμενη σημασία στον Αριστοφ. για την αλεπού (πρβλ. νεοελλ. φρ. «είναι αλεπού», δηλαδή πονηρός, δόλιος).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς τη λ. στωμύλος*, ειναι όμως αβέβαιης προελεύσεως. Η ρίζα της θα μπορούσε να συνδέεται με το αρχ. γερμ. seim «αγνό μέλι», οπότε αἱμύλος = «γλυκομίλητος».ΠΑΡ. αρχ. αἱμυλία.ΣΥΝΘ. αρχ. αἱμυλο-μήτης, αἱμυλο-πλόκος, αἱμυλόφρων].
Dictionary of Greek. 2013.